ὁμόσπονδος — sharing in the drinkoffering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόσπονδος — η, ο αυτός που αποτελεί μέλος ομοσπονδίας: Τα ομόσπονδα κράτη της Γερμανίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμόσπονδον — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem acc sg ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσπόνδοιο — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσπόνδους — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσπόνδων — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσπονδοι — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιδεράτος — ο / φοιδερᾱτος, ΝΜΑ και φαιδεράτοι Ν, και ως επίθ. φοιδέρατος και φεδέρατος και φιδέρατος, άτη, ον, Μ 1. (στην αρχ. Ρώμη) ανεξάρτητες πολιτείες που συνδέονταν με τη Ρώμη με συνθήκες και τών οποίων οι κάτοικοι ήταν σύμμαχοι τών Ρωμαίων, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
ένσπονδος — ἔνσπονδος, ον (Α) [σπονδή] 1. αυτός που περιλαμβάνεται στη συνθήκη ή στην ανακωχή 2. ομόσπονδος, σύμμαχος («ἀντὶ ἐνσπόνδων πολέμιοι», Θουκ.) 3. (για ζώα) φιλικός … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek